μόσχευση

μόσχευση
η (Μ μόσχευσις) [μοσχεύω (Ι)]
1. ο πολλαπλασιασμός φυτών με μόσχευμα
2. το φύτεμα μοσχεύματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μοσχεία — μοσχεία, ἡ (Α) [μοσχεύω (Ι)] η μόσχευση, το φύτεμα παραβλαστημάτων, παραφυάδων …   Dictionary of Greek

  • μοσχευματικός — μοσχευματικός, ή, όν (Α) [μόσχευμα] πρόσφορος, κατάλληλος στο να βλαστήσει παραφυάδες, μοσχεύματα, αρμόδιος, επιτήδειος για μόσχευση («μοσχευματική ράβδος») …   Dictionary of Greek

  • προκατορυγμός — ὁ, Α μόσχευση, μεταφύτευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατά + ὀρυγμός < ὀρύσσω «εξάγω, αφαιρώ μαλακό τμήμα από κοιλότητα τού ανθρωπίνου σώματος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”